διαφθορέα

διαφθορέα
διαφθορέᾱ , διαφθορεύς
corrupter
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαφθορέας — διαφθορέᾱς , διαφθορεύς corrupter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομείχω — ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, έω (Α) ουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”